- δῄουν
- δηιόωcut downimperf ind act 3rd pl (attic epic)δηιόωcut downimperf ind act 1st sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δῃοῦν — δηιόω cut down pres part act masc voc sg (attic epic) δηιόω cut down pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic) δηιόω cut down pres inf act (attic epic doric) δηϊοῦν , δηιόω cut down pres part act masc voc sg (epic ionic) δηϊοῦν , δηιόω cut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι … Dictionary of Greek